ἐκπεριοδεύω
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
A go all round, ib.3.6.8.
II metaph., survey completely, Phld.Mort.37, S.E.M.7.188.
2 circumvent, J. AJ17.2.4, Plu.2.705d.
Spanish (DGE)
I intr. dar una vuelta completa, girar todo alrededor ἐσχάρα ... ἔχουσα ... στέφανον καὶ τοῦτον δ' ἐκπεριοδεύοντα χρύσεον I.AI 3.148, fig. ὅσαι δὲ τῶν ἡδονῶν ... ἐκπεριοδεύουσαι περὶ τὰ ὄμματα καὶ τὰ ὦτα cuantos placeres rondan en torno a nuestros ojos y oídos Plu.2.705d.
II tr.
1 c. ac. de pers. cercar, acosar τῶν γυναικῶν ἐκπεριωδευκυιῶν τὸν ἄνθρωπον I.AI 17.34.
2 fig., sent. intelectual darle vueltas a un asunto, examinar, analizar τὴν προσπίπτουσαν φαντασίαν Carn.129, τὰς ... προφάσεις Phld.Mort.37.17.
German (Pape)
[Seite 772] ganz umgehen, Plut. Symp. 7, 5, 3; genau betrachten, Sext. Emp. adv. math. 7, 188.
French (Bailly abrégé)
faire complètement le tour de, acc..
Étymologie: ἐκ, περιοδεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεριοδεύω:
1 обходить кругом (τι Plut.);
2 всесторонне исследовать (τὴν προσπίπτουσαν φαντασίαν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεριοδεύω: περιοδεύω ἔξωθεν, περιέρχομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 188, Πλούτ. 2. 705D.
Greek Monolingual
ἐκπεριοδεύω (Α)
1. περιοδεύω εξωτερικώς
2. εποπτεύω πλήρως
3. απατώ.