στολιστής
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
στολιστοῦ, ὁ, = ἱερόστολος, stolist, stolistes, LXX 4 Ki. 10.22, Plu.2.366f, Wilcken Chr.77 ii 8 (ii A.D.), IG3.140, Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.5(1).189, cj. in Luc.Sacr.14 (for σοφιστῶν).
Wikipedia EN
In ancient Egypt, a stolist was a person who held the rank of priest and is now understood to have been an adorner of divine images. At some time, stolists belonged to a group or guild known as nekrostolisteis, as is attested to by the archaeological finds of the Siwa Oasis, this particularly being an inscription dating to the 1st century CE.
German (Pape)
[Seite 946] ὁ, der Ausrüster, Bekleider, Plut. de Is. et Osir. 39.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
préposé au vestiaire, à la garde-robe, n. d'une classe de prêtres égyptiens.
Étymologie: στολίζω.
Russian (Dvoretsky)
στολιστής: οῦ ὁ столист (жрец, ведавший священными облачениями) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στολιστής: -οῦ, ὁ, = ἱεροστόλος, Πλούτ. 2. 366Ε, Κλήμ. Ἀλ. 758· -θηλ. στολίστρια, ἡ, Μανασσ. Χρον. 6096. - Πρβλ. πρωτοστολιστής.
Greek Monolingual
ὁ, Α στολίζω
ιερέας που στόλιζε τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγε τις ιερατικές ενδυμασίες και τα ιερά σκεύη, αλλ. ιεροτελεστής ή ιεραπόστολος.