εὐφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφόρμιγξ Medium diacritics: εὐφόρμιγξ Low diacritics: ευφόρμιγξ Capitals: ΕΥΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: euphórminx Transliteration B: euphorminx Transliteration C: efformigks Beta Code: eu)fo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ,
A with beautifullyre: playing beautifully on it, Λύκειος AP7.10.
II Pass., of lyrical music, beautifully played or accompanied, Opp.H.5.618.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
1 qui joue bien de la lyre;
2 qui résonne harmonieusement sur la lyre.
Étymologie: εὖ, φόρμιγξ.

German (Pape)

ιγγος, schön zur Zither gesungen, μολπή Opp. H. 5.618; Nonn. – Λυκεῖος, die Zither schön spielend, Ep.adesp. 482 (VII.10).

Russian (Dvoretsky)

εὐφόρμιγξ: ιγγος adj.
1 хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);
2 искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий (ἀοιδά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, καλῶς φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ λίαν μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.

Greek Monolingual

εὐφόρμιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.)
2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»].

Greek Monotonic

εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη λύρα ή παίζοντας όμορφα τη λύρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
with beautiful lyre or playing beautifully on it, Anth.