ζωοτοκέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
to be viviparous, opp. ᾠοτοκέω, Arist.Pol.1256b13; τὰ ζωοτοκοῦντα viviparous animals, Id.GA732b8: generally ζωοτοκεῖ ἀήρ Ph. 1.263:—Pass., to be born alive, Arist.PA693b23.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοτοκέω: εἶμαι ζωοτόκος, γεννῶ ζῶντα, ἀντίθ. ᾠοτοκέω, Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 10, κ. ἀλλ.· τὰ ζωοτοκοῦντα ζῷα γεννῶντα ζῶντα τὰ ἑαυτῶν τέκνα, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 2. 1, 12, κ. ἀλλ. - Παθ., γεννῶμαι ζῶν, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 12, 16. ΙΙ. προικίζω μὲ ζωήν, Ἐκκλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωοτοκέω [ζωοτόκος] levendbarend zijn, levend baren.