βίβασις
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A a Spartan dance, Poll.4.102.
II = ὀχεία, Glossaria
III = κοίτη, στιβάς, Hsch.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1 salto danza espartana a base de saltar dándose golpes con los talones en el trasero, Poll.4.102.
2 de anim. acción de cubrir, monta, Gloss.2.257.
II concr. camastro Hsch.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, Gang, Tanz, Poll. 4, 102; das Bespringenlassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βίβᾰσις: -εως, ἡ, ἴδιόν τι εἶδος χοροῦ (οἷον περιγράφεται ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 82), Πολυδ. Δ΄, 102.
Greek Monolingual
βίβασις, η (Α) βιβάζω
1. είδος χορού στην αρχαία Σπάρτη
2. η συνουσία, η οχεία
3. κοίτη, κρεβάτι.