καραβίς
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = κάραβος 1 (Methymn.), Hsch.
II = κάραβος ΙΙ, Sch.Opp.H.1.261; but distinguished by Gal.19.686.
German (Pape)
[Seite 1325] ίδος, ἡ, ein Meerkrebs, Schol. Opp. H. 1, 261. – S. κάραβος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρᾰβίς: -ίδος, ἡ, = κάραβος Ι, Hemst. εἰς Ἀλ. Τραλλ. – Καθ’ Ἡσύχ. «καραβίδες· γρᾶες» Μηθυμναῖοι· - «αἱ δὲ γρᾶες αὗται αἱ παρ’ ἡμῖν εἰσι καραβίδες» κατὰ Κοραῆν σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 191· ὁ Πτωχοπρόδρ. ἀποκαλεῖ αὐτὰς ὑποκοριστ. «καραβιδίτζας» αὐτόθι 196. ΙΙ. = κάραβος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 261· ἀλλὰ διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων παρὰ Γαλην. 19. 686.