κῦφι
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
εος, and εως, τό, an Egyptian compound incense, Dsc.1.25, Plu. 2.372d, 384b, Gal.13.199, Damocr. ap. eund.14.117:—freq. written κοῖφι, Ath.2.66f, Aristid.Or.47(23).26 (κοιφὶ), PMag.Lond.46.221, 121.538.
German (Pape)
[Seite 1539] εως, τό, ein ägyptisches Arzneimittel, aus lauter hitzigen Sachen zusammengesetzt, Galen.
French (Bailly abrégé)
εως (τό) :
cyphi, aromate égyptien employé en médecine.
Étymologie:.
Spanish
Greek Monolingual
κῡφι, -εος και -εως και δ. γρφ. κοῑφι, τὸ (Α)
είδος αιγυπτιακού φαρμάκου που περιείχε πολλές διεγερτικές ουσίες.
Russian (Dvoretsky)
κῦφι: εως τό кифи (египетская целебная мазь из 16 веществ: воды, меда, мирры и др.) Plut.
Léxico de magia
τό tb. graf. κοῖφι kifi un compuesto de incienso egipcio, para ofrendas εἶτα κ. θυμιάσας καὶ τὴν διὰ τοῦ γάλακτος σπονδὴν χεάμενος μετ' εὐχῶν luego quema kifi y vierte la libación de leche junto con las oraciones P IV 2971 ἐπιθύσας τῷ θυμιατηρίῳ τὸ κοῖφι καὶ ζμύρναν quema en el incensario kifi y mirra P V 227 P V 221 ἐπίθυμα τῆς πράξεως· ... κατανάγκης βοτάνης... κ. ἱερατικόν ofrenda de la práctica: planta de arveja, kifi hierático P IV 1313 ἐπιθύων ἐπ' ἀνθράκων δρυίνων κοῖφι ἱερατικόν ofrece sobre carbones de encina kifi hierático P VII 538