πολύστοιχος

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστοιχος Medium diacritics: πολύστοιχος Low diacritics: πολύστοιχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: polýstoichos Transliteration B: polystoichos Transliteration C: polystoichos Beta Code: polu/stoixos

English (LSJ)

πολύστοιχον, in many rows, ὀδόντες Arist.HA505a29; κριθαί Thphr. HP 8.4.2 (Comp.); π. γνάθοι jaws set with many rows of teeth, Lyc.414.

German (Pape)

[Seite 673] = πολύστιχος, ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

πολύστοιχος: расположенный в несколько рядов (ὀδόντες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύστοιχος: -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῖς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους ἔνιοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στοῖχος (< στείχω)].