πυκτή
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ἡ (for πτυκτή),
A tablets, diptych, Cod.Just.4.21.16 Intr., Just. Edict.13.15.
II codex, Cod.Just.4.21.22.10.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
1. πινακίδα που διπλώνεται, δίπτυχο
2. κώδικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυκτή αντί πτυκτή (με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου -τ-) αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. του επιθ. πτυκτός (< πτύσσω)].
Frisk Etymological English
-τίον, -τίς See also: s. πτύσσω.