συνεπεισφέρω
From LSJ
English (LSJ)
bring in as well, Vett. Val.359.14, Syrian. in Metaph.90.36:—Med., help to bring in, τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι X.HG6.5.43 (v.l. ἐπεισφέρεσθαι).
Greek Monolingual
Α
1. εισάγω κάτι επί πλέον
2. μέσ. συνεπεισφέρομαι
βοηθώ κάποιον να εισέλθει κάπου εχθρικά («εἵλοντο μαχόμενοι ἀποθανεῖν μᾶλλον, ἤ ζῶντες συνεπεισφέρεσθαι τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισφέρω «φέρνω επί πλέον»].