συνεπεισφέρομαι
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
French (Bailly abrégé)
introduire avec soi dans ou contre.
Étymologie: σύν, ἐπεισφέρομαι.
German (Pape)
(φέρω) mit, zugleich hinter sich hereinführen, βάρβαρον Ἑλλάδι Xen. Hell. 6.5.43, l.d.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεισφέρομαι: вместе с собой приводить (τινα τῆ Ἑλλάδι Xen. - v. l. к ἐπεισφέρομαι).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεισφέρομαι: Μέσ., συνεισάγω, συντελῶ ὅπως εἰσέλθῃ τις εἴς τι, συνεπεισφέρεσθαι τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι Ξεν. Ἑλλ. 5. 5, 43· διάφορ. γρ. ἐπεισφέρεσθαι.
Greek Monotonic
συνεπεισφέρομαι: Μέσ., εισάγω από κοινού, συμβάλλω στο να εισέλθει κάποιος κάπου, σε Ξεν.