βρύχημα

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῡχημα Medium diacritics: βρύχημα Low diacritics: βρύχημα Capitals: ΒΡΥΧΗΜΑ
Transliteration A: brýchēma Transliteration B: brychēma Transliteration C: vrychima Beta Code: bru/xhma

English (LSJ)

-ατος, τό, roar, roaring, λέοντος APl.4.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36; improperly of sheep (cf. βληχάομαι), A.Fr.158 (pl.); of men, Plu.Mar.20, Alex. 51.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
bramido del ganado μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν con mugidos y balidos A.Fr.158.3
rugido λέοντος AP 16.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36, Aq.Ib.3.24
de pers. rugido, bramido de desesperación, Plu.Mar.20, Alex.51.

German (Pape)

[Seite 466] τό, dasselbe, Aesch. frg. 146; λέοντος Archi. 27 (Plan. 94); Opp. C. 1, 304; von Menschen Plut. Mar. 20 Al. 51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de fureur, hurlement de douleur.
Étymologie: βρυχάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρύχημα -ατος, τό βρυχάομαι gebrul.

Russian (Dvoretsky)

βρύχημα: ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βρύχημα: τό, ἀγρία φωνή, μούγκρισμα, Ὀππ. Κ. 3. 36· ἀτόπως ἐπὶ προβάτων (πρβλ. βληχάομαι), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. Μαρ. 20, Ἀλεξ. 51.

Greek Monolingual

το (AM βρύχημα) βρυχώμαι
ο βρυχηθμός.

Greek Monotonic

βρύχημα: -ατος, τό, μουγκρητό, ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.

Middle Liddell

bellowing, roaring, of men, Plut.