ὀχετόκρανον

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχετόκρᾱνον Medium diacritics: ὀχετόκρανον Low diacritics: οχετόκρανον Capitals: ΟΧΕΤΟΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: ochetókranon Transliteration B: ochetokranon Transliteration C: ochetokranon Beta Code: o)xeto/kranon

English (LSJ)

τό, end or issue of an aqueduct, Hyp.Fr.132, Mnemos. 42.332 (Argos, iv B. C.):—Dim. ὀχετοκράνιον, τό, EM644.48, AB287 (expld. by κηλώνειον).

German (Pape)

[Seite 429] τό, die Mündung der Wasserleitungen, wo sie das Wasser ausströmen, Hyperid. bei Poll. 10, 30; vgl. B. A. 287.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχετόκρᾱνον: τό, ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀχετοῦ, «καὶ ὀχετόκρανα ἂν εἴποις τὰς τῶν ὀχετῶν ἀρχάς, ὡς Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ ὀχετοῦ» Πολυδ. Ι΄, 30· οὕτω -κράνιον, Ἐτυμ. Μέγ. 644. 48, Α. Β. 287 (ἔνθα ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κηλώνειον).

Greek Monolingual

ὀχετόκρανον, τὸ (Α)
το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονόκρανον), βλ. λ. κρανίο].