ὀχετόκρανον
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
τό, end or issue of an aqueduct, Hyp.Fr.132, Mnemos. 42.332 (Argos, iv B. C.):—Dim. ὀχετοκράνιον, τό, EM644.48, AB287 (expld. by κηλώνειον).
German (Pape)
[Seite 429] τό, die Mündung der Wasserleitungen, wo sie das Wasser ausströmen, Hyperid. bei Poll. 10, 30; vgl. B. A. 287.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχετόκρᾱνον: τό, ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀχετοῦ, «καὶ ὀχετόκρανα ἂν εἴποις τὰς τῶν ὀχετῶν ἀρχάς, ὡς Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ ὀχετοῦ» Πολυδ. Ι΄, 30· οὕτω -κράνιον, Ἐτυμ. Μέγ. 644. 48, Α. Β. 287 (ἔνθα ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κηλώνειον).
Greek Monolingual
ὀχετόκρανον, τὸ (Α)
το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονόκρανον), βλ. λ. κρανίο].