συγκαταβιβάζω
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
A decoy or draw into action, Plb.5.70.8.
II transfer accent to final syllable, A.D.Adv.173.11.
German (Pape)
[Seite 964] mit herabführen, Pol. 5, 70, 8.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταβῐβάζω: заставлять спуститься вместе, сводить вниз или дальше (τινάς Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταβῐβάζω: παραπλανῶ, προσελκύω καὶ ἄγω μετ’ ἐμαυτοῦ, Πολύβ. 5. 70, 8.
Greek Monolingual
Α
1. παρασύρω, παραπλανώ
2. γραμμ. μεταφέρω τον τόνο στην τελευταία συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταβιβάζω «κατεβάζω, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα»].