θυλακίσκος
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ὁ, =
A θυλάκιον 1, breadbasket, Ar.Fr.545, Crates Com.14.
II = θυλάκιον ΙΙ, Dsc.2.106.
German (Pape)
[ῡ], ὁ, dim. zu θύλακος, bes. Brotsack, Ar. bei Poll. 10.151; Crates Ath. VI.267f.
Russian (Dvoretsky)
θῡλᾰκίσκος: ὁ Arph. = θυλάκιον.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκίσκος: ὁ, = τῷ προηγ. Ι, καλάθιον ἄρτου, «σακκοῦλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464, Κράτης ἐν Θηρ. 1· β΄ ὑποκορ. θυλακίσκιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. = θυλάκιον, Διοσκ. 2. 128.
Greek Monolingual
θυλακίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι ψωμιού, σακούλι
2. θυλάκιο, μικρός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, οβελίσκος)].
Translations
breadbasket
Catalan: panera; Chinese Mandarin: 麵包籃/面包篮; Danish: brødkurv; Dutch: broodmand; Finnish: leipäkori; Galician: cesta do pan; German: Brotkorb; Greek: ψωμιέρα, καλαθάκι ψωμιού; Ancient Greek: ἀρτοθήκη, ἀρτοφόριον, θυλακίσκος, κάνειον, κάνεον, κανοῦν; Hungarian: kenyérkosár; Irish: ciseán aráin; Latin: panarium; Maori: pārō; Portuguese: cesta de pão, cesta de pães; Russian: хлебница; Spanish: panera; Swedish: brödkorg, brödfat, brödlåda; Turkish: ekmek sepeti