ἀμείωτος

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείωτος Medium diacritics: ἀμείωτος Low diacritics: αμείωτος Capitals: ΑΜΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: ameíōtos Transliteration B: ameiōtos Transliteration C: ameiotos Beta Code: a)mei/wtos

English (LSJ)

ἀμείωτον, not to be diminished, σιτωνία Ph.2.66; incapable of diminution, ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp. in Cael.109.22. Adv. ἀμειώτως Olymp. in Alc.p.111C.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no disminuido, íntegro σιτωνία Ph.2.66, πρόσοδος IEphesos 38.10 (V a.C.).
2 que no disminuye ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp.in Cael.109.22.
II adv. -ως sin disminuir, sin pérdida de su integridad Olymp.in Alc.111.11, 12, POxy.1896.21, PMasp.151.97 (VI a.C.), 312.86 (VI a.C.).

German (Pape)

[Seite 121] unverringert, ganz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείωτος: -ον, ὁ μὴ μειούμενος ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μειώσῃ. Βασιλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοϊασσ. 1. 87. - Ἐπίρρ. -τως Ὀλυμπιόδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμείωτος, -ον) μειώνω
αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος
νεοελλ.
1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος
2. (με ποιοτική σημασία) εντατικός, αδιάπτωτος.