κοιλιολυσία
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ, (λύω) looseness of the bowels, περὶ κοιλιολυσίαν γίνεσθαι to take laxative medicine, Cic.Att.10.13.1, cf. Sor.1.46, AB323.
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, Leibesöffnung, Durchfall, Cic. ad Att. 10, 13; B. A. 323.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιολῠσία: ἡ, (λύω) λύσις τῆς κοιλίας, διάρροια, «ὑπότριμμα... ᾧ πρὸς κοιλιολυσίαν ἐχρῶντο» Α. Β. 323, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 13.
Greek Monolingual
κοιλιολυσία, ἡ (Α) κοιλιολυτώ
η λύση της κοιλιάς, τών εντέρων, η διάρροια.