κατηφιάω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
= κατηφέω, AP14.3, Ph.2.519 (nisi leg. -φῶμεν), Plu.2.119c; Ep. part. κατηφιόων A.R.1.461, etc.; Ep. iterat. κατηφιάασκε MAMA1.319.
German (Pape)
[Seite 1401] = κατηφέω; Plut. consol. ad Apoll. p. 342; Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. κατηφέω.
Greek Monotonic
κατηφιάω: = κατηφέω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κατηφιάω: Plut. = κατηφέω.
Middle Liddell
= κατηφέω, Anth.]