λεοντική

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντική Medium diacritics: λεοντική Low diacritics: λεοντική Capitals: ΛΕΟΝΤΙΚΗ
Transliteration A: leontikḗ Transliteration B: leontikē Transliteration C: leontiki Beta Code: leontikh/

English (LSJ)

ἡ, a plant,
A = κακκαλία, Dsc. 4.122 (v.l. λεαντική).
II a dye, PLeid.X.98.

German (Pape)

[Seite 28] ἡ, eine Pflanze, sonst κακαλία genannt, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
plante = κακαλία.
Étymologie: λεοντικός.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντική: ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) κακαλία, Διοσκ. 4. 123.

Greek Monolingual

η (Α λεοντική) λεοντικός
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βερβερίδες
αρχ.
είδος βαφής.