ξενοδαΐκτης

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδᾰΐκτης Medium diacritics: ξενοδαΐκτης Low diacritics: ξενοδαΐκτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΪΚΤΗΣ
Transliteration A: xenodaḯktēs Transliteration B: xenodaiktēs Transliteration C: ksenodaiktis Beta Code: cenodai/+kths

English (LSJ)

ξενοδαΐκτου, Dor. ξενοδαΐκτας, ὁ, one who murders guests or strangers, Pi.Parth.Fr.13.30; ξεινοδαΐκτης prob. cj. in E.HF391 (lyr.).

German (Pape)

ὁ, der Fremde od. Gäste mordet, in dor. Form ξενοδαΐκτας Eur. Herc.Fur. 391.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδαΐκτης: дор. ξενο-δαΐκτᾱς, v.l. ξενοδαίκτας ου adj. m убивающий чужеземцев (Κύκνος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, ἔνθα εἶναι τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ ἀναγνωστέον ξενοδαίταν.

Greek Monolingual

ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή -δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχοδαΐκτης].

Greek Monotonic

ξενοδᾰΐκτης: -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.