πρωτογεύστης
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
πρωτογεύστου, ὁ,
A first taster, ib.
II name of an Indian animal, Alex. Aphr.Pr.2.60.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, der Erstschmecker, ein sonst unbekanntes indisches Thier, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτογεύστης: -ου, ὁ, ὁ πρῶτος γευόμενος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που πρώτος γεύεται κάτι
2. (στις Ινδίες) ονομασία ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. οινογεύστης.