ἐννεάμυκλος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἐννεάμυκλον, (μύκλος) having nine stripes or folds, hence, nine years old, ὄνος Call.Fr.180, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
dud. de nueve marcas o repliegues, quizá por de muchos años y resabiado, o bien robusto Μάγνης ἐ. ὄνος Call.Fr.650 (= Antim.206 dud.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 847] (s. μύκλα), ueunjährig, Antim. 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάμυκλος: -ον, (ἴδε μύκλα) ἔχων ἐννέα ἐτῶν ἡλικίαν, Ἀντίμαχος 77, Καλλ. Ἀποσπ. 180, ἔνθα ἴδε σημ.
Greek Monolingual
ἐννεάμυκλος, -ον (Α) μύκλος
1. (για γαϊδούρι) αυτός που έχει εννέα μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας εννέα ετών («ἐννεάμυκλος ὄνος», Καλλίμ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ισχυρός».