βρέβιον
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
τό, (Lat. brevis) list, inventory, IG12(9).907.15 (Chalcis, iv A. D.), Cod.Just.4.21.22 (pl.); βρέουιον PLond.2.414.9 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βρέβιν PHerm.Rees 23.1 (IV d.C.)
• Grafía: graf. βρέουιον PCair.Isidor.1.9, 16 (III d.C.), SB 10940.1 (III/IV d.C.), PAbinn.5.9 (IV d.C.), βρέυιον PAbinn.66.1.2.(IV d.C.)
lat. breue, lista, inventario, PCair.Isidor.ll.cc., IG 12(9).907.15 (Calcis IV d.C.), PRoss.Georg.5.29.5. (IV d.C.), Pall.V.Chrys.3.90, 5.128, Cod.Iust.1.42.1, 4.21.22, PHerm.Rees l.c., SB l.c., PAbinn.ll.cc., CPR 9.68.1 (V d.C.).
Greek Monolingual
βρέβιον, το (Μ)
1. βιβλίο καταγραφής της κινητής και ακίνητης περιουσίας εκκλησίας ή μονής
2. κατάλογος ονομάτων δωρητών μονών ή εκκλησιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. brevis (ενν. liber) «επίτομος κατάλογος»].