ὑπότραχυς
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
Ion. and Ep. ὑπότρηχυς, υ, somewhat rough, Hp.Epid.2.1.8, Archestr.Fr.32 (-τρηχυν fem.), Orph.L.363, Dsc.3.44, Gal.19.514.
German (Pape)
[Seite 1236] υ, etwas rauh od. hart; Archestr. bei Ath. VII, 330 a (in ion. Form); übtr. etwas zornig, Lob. Phryn. 541.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότρᾱχυς: υ, γεν. -εος, ὀλίγον τραχύς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 330Α, Ὀρφ. Λιθ. 357, κλπ.· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 541, Παραλειπ. 254.
Greek Monolingual
και ιων. τ. ὑπότρηχυς, -υ, Α τραχύς / τρηχύς]
1. ο κάπως τραχύς
2. ο κάπως εξερεθισμένος, εξοργισμένος.