κατάδρυμμα

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδρυμμα Medium diacritics: κατάδρυμμα Low diacritics: κατάδρυμμα Capitals: ΚΑΤΑΔΡΥΜΜΑ
Transliteration A: katádrymma Transliteration B: katadrymma Transliteration C: katadrymma Beta Code: kata/drumma

English (LSJ)

-ατος, τό, (καταδρύπτω) tearing, rending, σαρκῶν… καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.

German (Pape)

[Seite 1347] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déchirure, écorchure, égratignure.
Étymologie: καταδρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάδρυμμα -ατος, τό [καταδρύπτω] scheur, wond:. ῥυσὰ δὲ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα χειρῶν de wonden die door onze handen in ons oude vlees zijn gereten Eur. Suppl. 51.

Russian (Dvoretsky)

κατάδρυμμα: ατος τό расцарапывание, разрывание, растерзывание (σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα Eur.).

Greek Monolingual

κατάδρυμμα, τὸ (Α) καταδρύπτω
σπάραγμα, ξέσχισμα.

Greek Monotonic

κατάδρυμμα: -ατος, τό, σχίσιμο, κομμάτιασμα ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδρυμμα: τό, σπάραγμα, σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52.

Middle Liddell

κατάδρυμμα, ατος, τό,
a tearing or rending, Eur. [from καταδρύπτω