ἀδηλία
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
ἡ, = ἀδηλότης, A.D.Pron.25.18, v.l. in Corn.ND13; ἀ. τοῦ μέλλοντος Iamb.Myst.10.4, cf. AP10.96 (Pall.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 gram. ambigüedad A.D.Pron.25.18.
2 incertidumbre τοῦ μέλλοντος Iambl.Myst.10.4, μισῶ τὰ πάντα τῆς ἀδηλίας χάριν AP 10.96 (Pall.), del momento de la muerte, Gr.Nyss.Virg.258.24.
3 oscuridad τὰ δὲ παρῳχηκότα τοῦ παραυτίκα ἐλέγχου κεχωρισμένα χρόνων ἀδηλίᾳ ... pero el pasado, que, (oculto) en la oscuridad de los tiempos, escapa del reproche inmediato ... Clem.Al.Prot.4.55, ἀναχωρεῖ ἐν σπηλαίῳ μόνος, γλιχόμενος ἀδηλίας se retira a una gruta solo, ansiando la oscuridad e.e. el retiro del mundo Pall.V.Chrys.5.23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἀδηλότης.
German (Pape)
ἡ, Ungewißheit, Philo; Pallad. 121 (X.26).
Russian (Dvoretsky)
ἀδηλία: ἡ Anth. = ἀδηλότης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλία: ἡ, = ἀδηλότης, Ἀνθ. Π. 10. 96, Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 180. 18.
Greek Monotonic
ἀδηλία: ἡ, αβεβαιότητα, σε Ανθ.
Middle Liddell
uncertainty, Anth.