μονομάχιον

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχιον Medium diacritics: μονομάχιον Low diacritics: μονομάχιον Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΟΝ
Transliteration A: monomáchion Transliteration B: monomachion Transliteration C: monomachion Beta Code: monoma/xion

English (LSJ)

τό, = μονομαχία, Luc. DMeretr.13.5, App.Hisp.53, etc.: in codd. sometimes written μονομαχεῖον, as Ath.5.191a (cod. A).

German (Pape)

[Seite 204] τό, bei Her. 6, 92 v.l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.

Russian (Dvoretsky)

μονομάχιον: v.l. μονομᾰχεῖον (ᾰ) τό Luc. = μονομαχία.

Greek (Liddell-Scott)

μονομάχιον: [ᾰ], τό, = μονομαχία, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 6. 92· ἀκολούθως ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 13. 5, Ἀππ. Ἰβηρ. 53, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται μονομαχεῖον, ὡς ἐν Ἀθήν. 191Α. 2) σχολεῖον μονομάχων, δηλ. σχολὴ πρὸς ἐκμάθησιν τῆς μονομαχίας, Μαλαλ. 217, 2, 263, 15.

Greek Monolingual

μονομάχιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μονομαχείον.