ἀμέλητος
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
ἀμέλητον, not to be cared for, unworthy of care, πόλλ' ἀμέλητα μέλει Thgn.422. Adv. ἀμελητί heedlessly, Luc.Tim.12.
Spanish (DGE)
-ον
que no debería importar καί σφιν πόλλ' ἀμέλητα μέλει les importan muchas cosas que no deberían importarles Thgn.422.
German (Pape)
[Seite 121] warum man sich nicht kümmern soll, Theogn. 422.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne se préoccupe pas.
Étymologie: ἀμελέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέλητος: -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀνάξιος φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα μέλει Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, εἶναι πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί.
Greek Monolingual
ἀμέλητος, -ον (Α)
ο μη άξιος φροντίδας, προσοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέλω.
Greek Monotonic
ἀμέλητος: -ον (ἀμελέω), αυτός για τον οποίο δε φροντίζει κάποιος, σε Θέογν.
Middle Liddell
ἀμελέω
not to be cared for, Theogn.