ἐκπερίειμι
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
go out and round, go all round, X.Cyn.6.10, dub. in Hld.7.19; τὰ ὄρη Luc.Rh.Pr.5; τὴν κύκλῳ [ὁδόν] Jul.Or.7.225c.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. contr. ἐκπεριών X.Cyn.6.10]
1 ir de un lado a otro visitando, dar vueltas por τὰς ἑορτάς Porph.Plot.10.34
•fig. c. ac. de pers. asediar, acosar παντοίως ἐκπεριιοῦσαν τὸν Θεαγένην Hld.7.19.6
•c. ac. de cosa dar vueltas a alguna cuestión οὐδὲν ἡμῖν ἄρρητον ... σὺν πάσῃ περιουσίᾳ ἐκπεριϊοῦσι πάντα καὶ διερευνωμένοις nada nos era desconocido porque a todo dábamos vueltas y escrutábamos con todo denuedo Gr.Thaum.Pan.Or.15.45
•abs. dar vueltas, hacer rondas de vigilancia en torno a una red de caza φυλαττέτω δὲ ἐκπεριών X.l.c.
2 rodear τὰ ὄρη Luc.Rh.Pr.5.
3 evitar ῥᾷον ἐκπερίεισι τὴν κύκλῳ (σύντομον) evita fácilmente los rodeos Iul.Or.7.225c.
German (Pape)
[Seite 772] (εἶμι), heraus- u. herumgehen, von einem Orte aus herumgehen; κύκλῳ Xen. Cyn. 8, 5, vgl. 6, 10; τὰ ὄρη Luc. rhet. praec. 5.
French (Bailly abrégé)
inf. ἐκπεριϊέναι;
approcher en faisant un détour, contourner.
Étymologie: ἐκ, περίειμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπερίειμι: (inf. ἐκπεριϊέναι) Xen., Luc. = ἐκπεριέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπερίειμι: ἐξέρχομαι καὶ περιέρχομαι ὁλόγυρα, ἐκπεριέρχομαι, κύκλῳ Ξεν. Κυν. 6. 10, κτλ.· ἐκπ. τὰ ὄρη Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 5.
Greek Monolingual
ἐκπερίειμι (Α)
βγαίνω έξω και περιέρχομαι κυκλικά.
Greek Monotonic
ἐκπερίειμι: κινούμαι προς τα έξω κυκλικά, περιστρέφομαι, σε Ξεν.