μυχόνδε

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόνδε Medium diacritics: μυχόνδε Low diacritics: μυχόνδε Capitals: ΜΥΧΟΝΔΕ
Transliteration A: mychónde Transliteration B: mychonde Transliteration C: mychonde Beta Code: muxo/nde

English (LSJ)

A Adv. to the far corner, μεγάροιο ib.22.270.
II inwards, Emp. 100.23.

German (Pape)

[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.

French (Bailly abrégé)

adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.

English (Autenrieth)

to the inmost part, Od. 22.270†.

Greek Monolingual

μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόνδε, οικόνδε)].

Greek Monotonic

μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μυχός
adv. to the far corner, Od.