τραπέζωμα

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπέζωμα Medium diacritics: τραπέζωμα Low diacritics: τραπέζωμα Capitals: ΤΡΑΠΕΖΩΜΑ
Transliteration A: trapézōma Transliteration B: trapezōma Transliteration C: trapezoma Beta Code: trape/zwma

English (LSJ)

-ατος, τό, what is set upon a table, dish, Eust.1402.19: pl., offerings to gods, SIG1007.15 (Pergam., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1134] τό, das, was auf den Tisch gesetzt, gebracht wird, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπέζωμα: τό, ἐν τῷ πληθ. τραπεζώματα, τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης τιθέμενα σκεύη (πρβλ. ἐπιτραπ-), Εὐστ. 1402. 19.

Greek Monolingual

-ώματος, το, ΝΜΑ τραπεζῶ, -ώνω
νεοελλ.
(συν. με επιτιμητική σημ.) παράθεση γεύματος σε κάποιον ή κάποιους
μσν.
συνεκδ. επιτραπέζιο σκεύος
(αρχ)
1. έδεσμα που παρατίθεται στο τραπέζι
2. στον πληθ. τὰ τραπεζώματα
προσφορές στους θεούς.