ἀνεξικακία
English (LSJ)
ἡ, forbearance, Plu.2.90e, Luc.Par.53, Hld.10.12; ἀ. πόνων patient endurance under. ., Hdn.3.8.8, cf. Eun.Hist.p.258D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 resignación ἵνα ... δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ LXX Sap.2.19, cf. Plu.2.90e, Epict.Ench.10, Luc.Par.53, Hld.10.12.2, Eun.Hist.p.258
•paciencia de Dios, Clem.Al.Paed.1.9.79
•como virtud cristiana, Clem.Al.Paed.3.12.91
•c. gen. acción de soportar πόνων Hdn.3.8.8.
2 como tratamiento Vuestra Resignación μέμνηται ἡ ὑμετέρα ἀ. Const. en Thdt.HE 1.20.5.
German (Pape)
[Seite 223] ἡ, Langmuth im Ertragen von Beleidigungen, Plut. de cap. util. ex hist. p. 280; Coriol. 15; Luc. Paras. 53; πόνων, Ausdauer, Hdn. 3, 8, 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
résignation.
Étymologie: ἀνεξίκακος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξικᾰκία: ἡ (долго)терпение, терпеливость, безропотность Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξῐκᾰκία: ἡ, μακροθυμία, Πλουτ. 2. 90E. κτλ.· ἀν. πόνων, ὑπομονή, καρτερία ἐν τοῖς κόποις, Ἡροδ. 3. 8: - πρβλ. Λεξ. ἀθησαυρ. λέξ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
η (AM ἀνεξικακία)
το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία
αρχ.
υπομονή, καρτερία.