τωθαστικός
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
τωθαστική, τωθαστικόν, mocking, scornful, ὄρχησις D.H.7.72; of persons, Poll.5.161. Adv. τωθαστικῶς D.L.4.2, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τωθαστικός: -ή, -όν, ἐμπαίζων, χλευαστικός, ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τωθαστής
χλευαστικός, εμπαικτικός.
επίρρ...
τωθαστικῶς Α
χλευαστικά, περιπαικτικά.
German (Pape)
zum Spotten, Verhöhnen gehörig, geneigt, spöttisch, Poll. 6.123, 9.148; Sp.
• Adv., DL. 4.2.