αἱματωπός

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτωπός Medium diacritics: αἱματωπός Low diacritics: αιματωπός Capitals: ΑΙΜΑΤΩΠΟΣ
Transliteration A: haimatōpós Transliteration B: haimatōpos Transliteration C: aimatopos Beta Code: ai(matwpo/s

English (LSJ)

αἱματωπόν, bloody to behold, blood-stained, κόραι, of the Furies, E.Or.256; δεργμάτων διαφθοραί Id.Ph.870.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτωπός) -όν
de aspecto sangriento de las Erinis κόραι E.Or.256, θεαί E.Andr.978, δεργμάτων διαφθοραί E.Ph.870, δράκοντος ὄμμα E.Fr.870, cf. Trag.Adesp.732.5
esp. χρώμα de color rojo sangre Plu.2.565c.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
au regard sanguinaire.
Étymologie: αἷμα, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματωπός -όν αἷμα, ὤψ] bloederig, bloedig:; αἱ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραί de bloederige verminking van zijn ogen Eur. Phoen. 870; van de Furiën met bloederig aangezicht.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτωπός:
1 с кровожадным взором (κόραι = Ἐρινύες Eur.): αἱ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοροαί Eur. глаза, вырванные из кровавых орбит (о самоослеплении Эдипа);
2 кроваво-красный (χρῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτωπός: -όν, ἔχων ὄψιν αἱματώδη, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱμ. κόραι, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Εὐρ. Ὀρ. 256· αἱμ. δεργμάτων διαφθοραί, ὁ αὐτ. Φοίν. 870.

Greek Monotonic

αἱμᾰτωπός: -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.

Middle Liddell

[ὦψ]
bloody to behold, Eur.