ἰκτερικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτερικός Medium diacritics: ἰκτερικός Low diacritics: ικτερικός Capitals: ΙΚΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: ikterikós Transliteration B: ikterikos Transliteration C: ikterikos Beta Code: i)kteriko/s

English (LSJ)

ἰκτερική, ἰκτερικόν, jaundiced, Gal.Nat. Fac.1.13, Gp.12.17.9; for jaundice, φάρμακον Ruf. ap. Orib.7.26.142.

German (Pape)

[Seite 1249] gelbsüchtig, Medic., S. Emp. adv. log. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτερικός: -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰκτερικός, -ή, -όν) ίκτερος
1. αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό χρώμα»)
2. αυτός που πάσχει από ίκτερο.