μακροήμερος
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
English (LSJ)
μακροήμερον, long lived, ib. De.4.40, Anatol.in Cat. Cod. Astr.8(3).188, Eust.129.1: Comp., Philostr. VS 2.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
μακροήμερος: -ον, διαρκῶν πολλὰς ἡμέρας, πανδαισίαν πολυτελῆ μακροήμερον Εὐστ. 129. 1. 2) = μακρόβιος, ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 40)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακροήμερος, -ον, Α και μακρήμερος, -ον)
1. μακρόβιος («ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ)
2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ολιγοήμερος].