λιμενορμίτης

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενορμίτης Medium diacritics: λιμενορμίτης Low diacritics: λιμενορμίτης Capitals: ΛΙΜΕΝΟΡΜΙΤΗΣ
Transliteration A: limenormítēs Transliteration B: limenormitēs Transliteration C: limenormitis Beta Code: limenormi/ths

English (LSJ)

[μῑ], ου, ὁ, (λιμήν, ὅρμος) god of harbours and mooring-places, epithet of Priapus, AP10.5 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait aborder au port.
Étymologie: λιμήν, ὅρμος.

Russian (Dvoretsky)

λῐμενορμίτης: ου (μῑ) ὁ хранитель портовой стоянки (эпитет Приапа) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω) ὁ ὁδηγῶν εἰς λιμένα, ἐπίθ. Πριάπου, Ἀνθ. Π. 10. 5· πρβλ. λιμενίτης.

Greek Monolingual

λιμενορμίτης και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)
(επίκληση του Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)].

Greek Monotonic

λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω), αυτός που οδηγεί, διαμένει στο λιμάνι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐ¯μεν-ορμίτης, ου, ὁ, ὁρμίζω
tarrying in the harbour, Anth.