ῥιψαύχην
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, tossing the neck (or head), properly of horses: metaph., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Pi.Dith.Oxy.1604 ii 13.
German (Pape)
[Seite 846] ὁ, ἡ, den Nacken werfend, bäumend, b.s. vom Pferde, auch von muthigen, trotzigen, hoffartigen Menschen, ἀλαλαί τε ὀρινόμεναι ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ, Pind. frg. 224.
Russian (Dvoretsky)
ῥιψαύχην: χενος adj. закинувший назад голову, т. е. исступленный (κλόνος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥιψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψώνων τὸν αὐχένα, κυρίως ἐπὶ ἵππων· μεταφορ., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Πινδ. Ἀποσπ. 224· πρβλ. ὑψαύχην, ἐριαύχην.
English (Slater)
ῥιψαύχην in which the neck is tossed ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ (sic codd. Plutarchi 706e, 714c: ἐριαύχενι Plut. 623b: ὑψαύχενι Π.) Δ. 2. 13.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, Α
1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα
2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μεγαλαύχην, στρεψαύχην)].