αὐτόκωπος
From LSJ
English (LSJ)
αὐτόκωπον, with haft and blade in one, βέλη αὐτόκωπα, i.e. swords, A.Ch.163 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que tiene o es su propia empuñadura αὐτόκωπα ... ξίφη espadas cuya hoja y empuñadura son una pieza única A.Ch.163.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec la poignée même (épée).
Étymologie: αὐτός, κώπη.
German (Pape)
(κώπη), sammt dem Griff; βέλη, von einem Schwerte, Aesch. Ch. 161.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόκωπος: вместе с рукоятью (βέλη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόκωπος: -ον, σχέδιά τ’ αὐτόκωπα νωμῶν ξίφη, «τὰ ἀφ’ ἑαυτῶν ἔχοντα τὴν λαβὴν ξίφη, σχέδια δὲ ἐκ τοῦ σχεδὸν φονεύοντα, καὶ οὐ πόρρωθεν ὥσπερ τὰ βέλη» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 163· πρβλ. πρόκωπος: - Παρ’ Ἡσυχ. δὲ καὶ αὐτόλαβον· «ἑαυτοῦ λαβὴν ἔχον».
Greek Monotonic
αὐτόκωπος: -ον (κώπη), ξίφη που έχουν λαβή, σε Αισχύλ.