ζηλωτικός

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλωτικός Medium diacritics: ζηλωτικός Low diacritics: ζηλωτικός Capitals: ΖΗΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zēlōtikós Transliteration B: zēlōtikos Transliteration C: zilotikos Beta Code: zhlwtiko/s

English (LSJ)

ζηλωτική, ζηλωτικόν, emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.

German (Pape)

[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d'ardeur, de zèle, d'émulation.
Étymologie: ζηλωτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] wedijver voelend, ambitieus.

Russian (Dvoretsky)

ζηλωτικός: ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.).

Greek Monolingual

ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.

Greek Monotonic

ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1· περί τι αὐτόθι 3.

Middle Liddell

ζηλωτικός, ή, όν
emulous, Arist. [from ζηλωτός