ζηλωτικός
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ζηλωτική, ζηλωτικόν, emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.
German (Pape)
[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d'ardeur, de zèle, d'émulation.
Étymologie: ζηλωτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] wedijver voelend, ambitieus.
Russian (Dvoretsky)
ζηλωτικός: ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.).
Greek Monolingual
ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.
Greek Monotonic
ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1· περί τι αὐτόθι 3.