γνωριστέον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
one must know, Arist.EN1180b22; one may recognize, Alex.Trall.1.15.
Spanish (DGE)
hay que conocer ἐκεῖνο (τὸ καθόλου) ὡς ἐνδέχεται Arist.EN 1180b22
•medic. se puede reconocer τὸν ἐπιληπτικόν οὕτως Alex.Trall.1.559.8.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de γνωρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
γνωριστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9,16.
Greek Monotonic
γνωριστέον: ρημ. επίθ. του γνωρίζω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνωριστέον, adj. verb. van γνωρίζω, men moet inzien. Aristot. EN 1180b22.