λεπιδοειδής

From LSJ
Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῐδοειδής Medium diacritics: λεπιδοειδής Low diacritics: λεπιδοειδής Capitals: ΛΕΠΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lepidoeidḗs Transliteration B: lepidoeidēs Transliteration C: lepidoeidis Beta Code: lepidoeidh/s

English (LSJ)

λεπιδοειδές, like scales, of bones, Gal.2.713; λ. προσκολλήματα, of sutures, Id.UP9.18.

German (Pape)

[Seite 29] ές, schuppenförmig, -artig; Galen.; Poll. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῐδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπιδοειδής, -ές) λεπίς
αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι
νεοελλ.
φρ. «λεπιδοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς.