ῥυποκόνδυλος

From LSJ
Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠποκόνδῠλος Medium diacritics: ῥυποκόνδυλος Low diacritics: ρυποκόνδυλος Capitals: ΡΥΠΟΚΟΝΔΥΛΟΣ
Transliteration A: rhypokóndylos Transliteration B: rhypokondylos Transliteration C: rypokondylos Beta Code: r(upoko/ndulos

English (LSJ)

ῥυποκόνδυλον, with dirty knuckles, especially of one who imitates the Laconians, Pl.Com.124, Ar.Fr.718.

German (Pape)

[Seite 852] mit schmutzigen Fingergelenken, dah. überhaupt ein unsauberer Mensch, Schmutzfinke; Aristophan. in B. A. 474; Plat. com. bei Arist. eth. 4, 7; vgl. Suid. u. Eust. zu Od. p. 1828, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠποκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ῥυπαροὺς κονδύλους, μάλιστα δὲ ὁ μιμούμενος τοὺς Λάκωνας, γλίσχρος, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620. - Ἡσύχ.: «ῥυποκονδύλους· ἀεὶ ῥυπῶντας καὶ ῥυπαρούς».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ιδίως για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων
2. συνεκδ. γλίσχρος, πενιχρός, ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κόνδυλος (πρβλ. μονοκόνδυλος)].