μουνάξ

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνάξ Medium diacritics: μουνάξ Low diacritics: μουνάξ Capitals: ΜΟΥΝΑΞ
Transliteration A: mounáx Transliteration B: mounax Transliteration C: mounaks Beta Code: mouna/c

English (LSJ)

Adv., (μοῦνος) singly, ὀρχήσασθαι Od.8.371; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.

German (Pape)

[Seite 210] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Gegensatz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. μουνάξ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονάξ.

Greek (Liddell-Scott)

μουνάξ: Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.

Greek Monolingual

μουνάξ (Α, Μ μονάξ)
επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ.
β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. του μόνος, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)].

Greek Monotonic

μουνάξ: (μοῦνος), επίρρ., χωριστά, σε μονομαχία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μοῦνος
singly, in single combat, Od.