στλέγγιστρον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τό, = στλεγγίς, EM725.48 in marg., in forms στέλγ- and στέργ-.
German (Pape)
[Seite 945] τό, seltener στέλγιστρον, = στλεγγίς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στλέγγιστρον: τό, = στλεγγίς, Γλωσσ. ἐν τῷ τύπῳ στέλγ-.
Greek Monolingual
και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α
στλεγγίδα, ξύστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κόμιστρον)].