ἐγκρυφίας
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
English (LSJ)
ἄρτος loaf baked in the ashes, Hp.Vict.2.42, Nicostr.Com.14, Luc.DMort.20.4, Ath.3.110b.
Spanish (DGE)
(ἐγκρῠφίας) -ου
• Morfología: [poét. ac. -ίην Archestr.SHell.135.15]
cocido entre las cenizas, ἄρτος Hp.Acut.(Sp.) 53, Luc.DMort.6.4
•más frec. subst. ὁ ἐγκρυφίας (sc. ἄρτος) pan cocido entre las cenizas, pan subcinericio Hp.Vict.2.42, 3.79, Nicostr.Com.12, Dieuch.13.10, Archestr.l.c., Luc.Lex.3, Gal.6.489, ἔπεψαν ... ἐγκρυφίας ἀζύμους LXX Ex.12.39, ἐγκρυφίας κρίθινος LXX Ez.4.12, cf. 3Re.17.13, Ath.110b, Gr.Nyss.Bas.122.14, Hsch.
German (Pape)
[Seite 710] ὁ, unter heißer Asche gebackenes Brot; Hippocr.; Luc. D. Mort. 20, 4 Lexiph. 3; vgl. Ath. III, 110 a. Bei Poll. 4, 47 = versteckt, hinterlistig.
French (Bailly abrégé)
ἄρτος (ὁ) :
pain cuit sous la cendre.
Étymologie: ἐγκρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκρῠφίας: ου ὁ (тж. ἐγκρυφίας ἄρτος) испеченный в горячей золе хлеб Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρῠφίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ὀπτώμενος ἐν σποδῷ, ἐπ’ ἀνθράκων, «σταχτόπητα», Ἱππ. 356. 14, Νικόστρ. ἐν «Ἱεροφάντῃ» 1, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4, κτλ.· πρβλ. σποδίτης.
Greek Monolingual
ἐγκρυφίας, ο (Α)
1. ψωμί ψημένο στη στάχτη, σταχτόπιττα
2. (για ανθρώπους) δόλιος, ύπουλος.
Middle Liddell
ἐγ-κρῠφίας, ἄρτος, ὁ, κρύφιος
a loaf baked in the ashes, Luc.