μονολεχής
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
English (LSJ)
Ion. μουνολεχής, ές, = μονόκοιτος, διαζυγίη AP 5.8 (Rufin.); κοῖται ib. 12.226 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 203] ές, = μονόκοιτος; Plut. de ad. et am. discr. 20, von der Frau, neben φίλανδρος; – διαζυγία, Rufin. 25 (V, 9); κοῖται, Strat. 68 (XII, 226).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui couche seul.
Étymologie: μόνος, λέχος.
Russian (Dvoretsky)
μονολεχής: ион. μουνολεχής 2
1 моногамный, верный супругу (γυναῖκες μονολεχεῖς καὶ φίλανδροι Plut.);
2 делающий одиноким, оставляющий в одиночестве (διαζυγία Anth.);
3 одинокий, осиротелый (κοῖται Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μονολεχής: Ἰων. μουν-, ές, = μονόκοιτος, Πλούτ. 2. 57D, Ἀνθ. Π. 5. 9., 12. 226.
Greek Monolingual
μονολεχής, ιων. τ. μουνολεχής, -ές (Α)
μονόκοιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. κοινολεχής].