μελλονικιάω

From LSJ
Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλονῑκιάω Medium diacritics: μελλονικιάω Low diacritics: μελλονικιάω Capitals: ΜΕΛΛΟΝΙΚΙΑΩ
Transliteration A: mellonikiáō Transliteration B: mellonikiaō Transliteration C: mellonikiao Beta Code: mellonikia/w

English (LSJ)

delay victory, with a play on the name of Νικίας, the Athenian Cunctator, Ar.Av.640.

German (Pape)

[Seite 125] komisches Wort, mit Anspielung auf den Feldherrn Nikias, der sich dem Feldzuge gegen Sicilien widersetzte, zaudern zu siegen, Ar. Av. 639.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remettre pour vaincre (avec jeu de mot sur le nom du général Nicias, qui temporisait toujours).
Étymologie: μέλλω, νίκη-Νικίας.

Russian (Dvoretsky)

μελλονῑκιάω: Νικίας шутл. медлить с победой (как Никий): οὐχὶ νυστάζειν οὐδὲ μ. Arph. не дремать и не тянуть как Никий.

Greek (Liddell-Scott)

μελλονῑκιάω: μέλλω νὰ νικήσω μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Νικίου, «ὅτι βραδὺς ἦν περὶ τὰς ὀξόδους καὶ ὡς οἱ διαβάλλοντες, οὐχὶ προνοητικὸς ἦν, ἀλλὰ μελλητὴς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 639.

Greek Monotonic

μελλονῑκιάω: αναβάλλω την κατάκτηση, την νίκη· λογοπαίγνιο με το όνομα Νικίας, το όνομα του Αθηναίου στρατηγού, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μελλο-νῑκιάω,
to be going to conquer, with a play on the name of Νικίας, the Athenian Cunctator, Ar.