ἀνεπίπλεκτος

From LSJ
Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίπλεκτος Medium diacritics: ἀνεπίπλεκτος Low diacritics: ανεπίπλεκτος Capitals: ΑΝΕΠΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anepíplektos Transliteration B: anepiplektos Transliteration C: anepiplektos Beta Code: a)nepi/plektos

English (LSJ)

ἀνεπίπλεκτον, without connection with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible subst. τὸ ἀ. inaccesibilidad τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.

German (Pape)

[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: , ἐπιπλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.

Greek Monolingual

ἀνεπίπλεκτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έρχεται σε συνάφεια με άλλους, απομονωμένος.

Greek Monotonic

ἀνεπίπλεκτος: -ον (ἐπί, πλέκω), αυτός που δεν έχει επικοινωνία ή σύνδεση με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.

Middle Liddell

[ἐπί, πλέκω
without connection with others, isolated, Strab.