φωταγωγία
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ἡ, magical process of drawing down supernatural illumination, PMag.Par.1.955, Vett. Val.301.22.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
φωτᾰγωγία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φωτοχυσία, φωτισμός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 624C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 260C, Ψευδοδιονύσ. Ἀρεοπ. 425Α.
Spanish
proceso para obtener una luz sobrenatural, fórmula
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φωταγωγός
πλούσιος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία
(μσν.- αρχ.) διαφώτιση της ψυχής και του πνεύματος
αρχ.
(για αστέρα) καθοδήγηση με εκπομπή φωτός.
Léxico de magia
ἡ 1 proceso para obtener una luz sobrenatural κάτοχος τοῦ φωτὸς ἅπαξ λεγόμενος, ὅπως παραμείνῃ σοι ἡ φ. fórmula de retención de la luz que se recita una sola vez, para que permanezca contigo la captación de la luz P IV 975 P IV 955 2 fórmula para tal fin μετὰ τὸ εἰπεῖν τὴν φωταγωγίαν ἄνυξον τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὄψῃ τὸ φῶς τοῦ λύχνου καμοροειδὲς γινόμενον después de pronunciar la fórmula para captar la luz, abre los ojos y verás que la luz de la lámpara se ha vuelto abovedada P IV 1103